Με αφορμή το προσφυγικό πρόβλημα, αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Στράτου Παπαδημητρίου για τους Πολιχνιάτες μετανάστες της Αμερικής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το οποίο είχε δημοσιευτεί στον Πολιχνιάτικο Λόγο (αρ. φ. 122, 2010).

 

Μεταναστεύσαμε οικογενειακώς στην Αμερική το 1972. Σ΄ όλη την περίοδο της χούντας υπήρχε μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα. Ήταν η περίοδος που η μετανάστευση θεωρείτο «ευλογία Θεού». Θυμάμαι ότι φτάσαμε με το αεροπλάνο μετά από περίπου δέκα ώρες ταξίδι και στο αεροδρόμιο μάς περίμεναν οι θείοι μου. Ήμασταν από τους τυχερούς, όχι μόνο γιατί υπήρχαν τα αδέλφια της μητέρας μου για υποστήριξη, αλλά και γιατί είχαμε πάει νόμιμα μετά από πρόσκληση του θείου μου του Γιώργου Σαντή και έτσι είχαμε αποκτήσει την πολυπόθητη «πράσινη κάρτα». Παρόλα αυτά, οι δυσκολίες για την επιβίωση ήταν αρκετές, αλλά με τον καιρό ξεπεράστηκαν. Και αν δεν ξεπεράστηκαν, σίγουρα άρχισα να τις αισθάνομαι μηδαμινές όταν αντιλήφθηκα τις δυσκολίες που πέρασαν οι πρώτοι μετανάστες και ειδικά αυτοί που είχαν πάει -όπως τον θείο μου- «λαθραίοι», πηδώντας από το καράβι. Έκανα τρία χρόνια να επισκεφτώ την Ελλάδα και μου φαινόταν πάρα πολύς χρόνος μακριά από το χωριό και την Νυφίδα. Αλλά πάλι ο πόνος αυτός μετριαζόταν, όταν σκεφτόμουν ότι ο θείος μου ο Γιώργος, που έφυγε 18 χρονών, έκανε 15 χρόνια να ξαναγυρίσει στο χωριό και άλλους που γνώρισα στην Αμερική δεκαετίες ολόκληρες. Άκουσα επίσης για το «νησί των δακρύων» η «το νησί των ραγισμένων καρδιών», το γνωστό Ellis island που βρίσκεται στην καρδιά του λιμανιού της Νέας Υόρκης, στο στόμιο του ποταμού Hudson, από το οποίο πέρασαν και «διεκπεραιώθηκαν» σχεδόν όλοι όσοι έφτασαν με τα ατμόπλοια στην Αμερική και που βρίσκεται δίπλα από το άλλο πασίγνωστο νησάκι που στεγάζει το άγαλμα της ελευθερίας.

Σήμερα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Η μετανάστευση με τις οικογένειες έχει σχεδόν τελείως εκλείψει και οι επικοινωνίες έχουν κάνει τον κόσμο μικρότερο. Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν την εποχή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, κάνοντας "πλοήγηση" μέσα στο διαδίκτυο βρίσκουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα διεύθυνση: το www.ellisisland.org και μέσα από τα στοιχεία αυτού του ιστότοπου θα κάνουμε μια μικρή έρευνα στο  πολύ πλούσιο υλικό του και θα αντλήσουμε πληροφορίες για τους 70 Πολιχνιάτες που μετανάστευσαν προς Αμερική μεταξύ των ετών 1892 και 1924. Προφανώς δεν είναι μόνο αυτοί που πήγαν στην Αμερική αυτή τη χρονική περίοδο. Υπήρξαν και κάποιοι που δεν καταγράφονται –αδέλφια, ξαδέλφια, φίλοι - αλλά προϋπήρξαν αυτών και προσέφεραν την φιλοξενία και την βοήθειά τους.  Όπως επίσης είναι γεγονός ότι αρκετοί μετανάστευσαν (κυρίως αργότερα) σε διάφορες άλλες χώρες: π.χ. Αυστραλία, Καναδάς, Μαρόκο, Βραζιλία, Γουατεμάλα, Νότια Αφρική, Ζιμπάμπουε (τ. Ροδεσία), Κονγκό.    

Ας κάνουμε όμως πρώτα μια μικρή αναφορά για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα και στον τρόπο ταξιδιού. Όσοι από εμάς είδαν την περίφημη και βραβευμένη ταινία του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Ηλία Καζάν, «Αμέρικα – Αμέρικα», η οποία ήταν βασισμένη στην ζωή του θείου του και είχε την μουσική επένδυση του Μάνου Χατζηδάκη,  θα θυμούνται ότι η ταινία περιγράφει την καταπίεση των Ελλήνων που επικρατούσε στις περιοχές υπό Οθωμανική κατοχή γύρω στο 1900 και τα βάσανα που τράβηξε ο νεαρός Έλληνας Σταύρος Τοπούζογλου (ηθοποιός Στάθης Γιαλλέλης) στην οδύσσειά του μέχρι να φτάσει στην Αμερική και να ξεκινήσει την δουλειά του λούστρου.  Μια πιο πρόσφατη ταινία που έχει παρόμοιο περιεχόμενο είναι οι «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη που περιγράφει το ταξίδι 700 γυναικών από την Κωνσταντινούπολη στην Νέα Υόρκη  όπου θα συναντήσουν τους άντρες που πρόκειται να παντρευτούν. Παρόμοιες με τα παραπάνω έργα είναι και οι ιστορίες όλων των Ελλήνων και Πολιχνιατών που μετανάστευσαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην αναζήτηση μιας καινούριας ζωής και ενός καλύτερου μέλλοντος.

Από εργασία που πραγματοποιήθηκε για την «ελληνική μετανάστευση στις ΗΠΑ (1900-1925)» από τις φοιτήτριες  Μπόραβου, Ταβελλάρη και Τρώντσιου Ευαγγελία και από τον Ντόναλντ-Γεωργίου Μακφαίηλ για τους Μανιάτες μετανάστες στην Αμερική, πληροφορούμαστε τα παρακάτω: Από το 1896 έως το 1921, μετανάστευσαν από την Ελλάδα πάνω από 400.000 κάτοικοι. Η χρόνια δυσπραγία που ταλάνιζε τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό, οι σιτοδείες, οι αγροτικές καταστροφές, η κακοδιοίκηση, η ανασφάλεια, οι συχνές επιστρατεύσεις, η θλίψη από τον χαμένο πόλεμο της Θεσσαλίας και αργότερα τα προβλήματα από τα απανωτά κύματα προσφύγων της Μικράς Ασίας, ανάγκασαν χιλιάδες Έλληνες να πάρουν το πλοίο της ξενιτιάς. Φεύγουν κυνηγημένοι από την ανέχεια με τον καημό της πατρίδας στην καρδιά και την πίστη πως στο Νέο Κόσμο τα πράγματα θα αλλάξουν και έτσι θα ξεχρεώσουν το σπίτι, θα παντρέψουν τις αδελφές θα βοηθήσουν τους γονείς τους, τις οικογένειες τους και το χωριό τους. Ελπίζουν ότι σε μερικά χρόνια θα επιστρέψουν τιμημένοι και εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή. Ξεκινούν λοιπόν για τη “Γη της Επαγγελίας” που υπόσχεται πλούτο και ευημερία, “ευκαιρίες” και στους λιγότερο τυχερούς.

Μέχρι το 1907, το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική το διακινούσαν ξένες ατμοπλοϊκές εταιρίες. Κυρίως, η Αυστριακή εταιρία «Austro Americana», η γερμανική «Hamburg American Line» και τα υπερωκεάνια του Βόρειου Ατλαντικού. Οι δύο πρώτες ελληνικές εταιρίες «Μωραΐτης» (1907-1908) και «Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα» (1910 - 1912) που προσπάθησαν να δημιουργήσουν ελληνική υπερατλαντική γραμμή, απέτυχαν και οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία. Η «Εθνική Ατμοπλοία της Ελλάδος», όμως,  των αδελφών Εμπειρίκου κυριάρχησε στο χώρο των υπερωκεανίων για 30 ολόκληρα χρόνια (1908-1937). Άρχισε τις εργασίες της με την παραλαβή το 1909 από τα αγγλικά ναυπηγεία του υπερωκεάνιου  «Πατρίς» (4890 κόρων ολικής χωρητικότητας). Στη συνέχεια ακολούθησαν το «Μακεδονία» (6.333 κορ.), το «Ιωάννινα» (4.191 κ.), το «Θεσσαλονίκη» (4.682 κορ.), το «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» (μετέπειτα «Μεγάλη Ελλάς» και «Βύρων») που μπορούσε να μεταφέρει 1800 μετανάστες, το «Βασιλεύς Αλέξανδρος», το «Κωνσταντινούπολις» και ο «Μορέας». [ Του Αναστασίου Ι. Τζαμτζή πλοιάρχου Εμπορικού Ναυτικού. Απ΄ την εφημερίδα Καθημερινή - Κυριακή 15-12-1996, σ. 8-13].  Οι περισσότεροι Πολιχνιάτες έφυγαν από την Ελλάδα ακτοπλοϊκώς, από τα λιμάνια της Πάτρας και του Πειραιά. Κάποιοι από τη Νάπολη ή το Παλέρμο της Ιταλίας, την Τεργέστη και την Χάβρη.

«Αν κρίνουμε από τις "φρικτές" συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν "φορτίο". Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται για να επιστρέψουν εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη νόσο την εποχή εκείνη). Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.

Η αναχώρησή τους γινόταν σε ατμόσφαιρα πανηγυρική, με την μπάντα του δήμου να παίζει στο λιμάνι του Πειραιά, τα βαπόρια να σφυρίζουν και τα μαντήλια να ανεμίζουν στα σημαιοστόλιστα πλοία και στην αποβάθρα, καθώς ανταλλάσσονταν οι τελευταίοι χαιρετισμοί. Έπειτα άρχιζαν τα βάσανα. Οι μετανάστες "πακετάρονταν" κυριολεκτικά στους χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωμα σε απελπιστικά στενούς χώρους. Τα υποφράγματα αυτά καθορίζονταν μόνο την τελευταία μέρα πριν από τον κατάπλου. Από την πρώτη κιόλας ημέρα, η πολυκοσμία, οι αναθυμιάσεις των εμετών, η απόπνοια των σωμάτων των επιβατών και η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική.

Τα διάφορα κράτη άργησαν να θεσπίσουν διατάξεις για τη σωστή μεταφορά των επιβατών, με αποτέλεσμα οι ατμοπλοϊκές εταιρίες που εκμεταλλεύονταν τα υπερωκεάνια, να "οργιάζουν" εις βάρος των ατυχών μεταναστών. Ένας αμερικανικός νόμος που ψηφίστηκε το 1882 και σκοπό είχε να προστατεύσει κυρίως τους επιβάτες της τρίτης θέσης, προέβλεπε ότι κάθε επιβάτης δεν μπορούσε να έχει στη διάθεσή του λιγότερα από 100 κυβικά πόδια (2,83 κυβ. μέτρα) ή αν έμενε σε χώρο κάτω από δύο καταστρώματα, 120 κυβ. πόδια (3,40 κυβ. μέτρα). Δύο παιδιά κάτω από οκτώ ετών υπολογίζονταν για ένας επιβάτης. Αν ο ισχνός αυτός χώρος δεν διατίθετο, ο πλοίαρχος του πλοίου έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο πενήντα δολαρίων για κάθε επιβάτη. Σημειώνουμε ότι ποτέ δεν έγινε σχετικός έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές και πουθενά δεν αναφέρεται να επιβλήθηκε ποτέ σχετικό πρόστιμο.

Οι χώροι της τρίτης θέσης ήταν κυριολεκτικά "πακεταρισμένοι" με σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι είχε έξι πόδια (1,88 μέτρα) μάκρος και δύο πόδια (0,61 μέτρα) πλάτος, με μόνο 30 Ίντσες (0,762 μ.) ύψος ανάμεσα στα κρεβάτια για κάθε επιβάτη, δηλαδή αντιστοιχούσαν συνολικά τριάντα κυβικά πόδια (0,84 κυβ. μ.) έχοντας τις διαστάσεις από δύο... φέρετρα. Στο κλειστοφοβικό αυτό διπλό "φέρετρο", ο μετανάστης έπρεπε να περάσει όλες του τις ώρες, μέρα ή νύχτα· εκεί να ζει, να κοιμάται, να ησυχάζει, ή να ντύνεται. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά, ούτε τραπέζι. Οι αποσκευές, τα ρούχα, τα σκεύη του φαγητού και όλα τα υπάρχοντά του, αν σκεφθούμε μάλιστα ότι πολλοί μετακόμιζαν για πάντα, έπρεπε να βολευτούν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια.

Ο διαχωρισμός των γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια απομόνωση οι γυναίκες κρεμούσαν τα ρούχα τους γύρω από τα κρεβάτια τους προκειμένου να δημιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασμα. Συνήθως δεν πολυενοχλούνταν από τους άνδρες συνεπιβάτες τους, όσο από τους άνδρες του πληρώματος που συχνοπερνούσαν από τα γυναικεία διαμερίσματα. Η περιέργειά τους έφτανε συχνά έως την παρενόχληση. Ιδιαίτερα υποφέρανε οι ασυνόδευτες γυναίκες της τρίτης θέσεως. Δεν υπήρχαν γυναίκες θαλαμηπόλοι. Οι μοναδικές γυναίκες του πληρώματος στην τρίτη θέση ήταν μόνο δύο νοσοκόμες.

Για τον εξαερισμό των χώρων, ο νόμος του 1882 προέβλεπε δύο ανεμοδόχους των 12 ιντσών (0,30 μ.), για κάθε πενήντα επιβάτες. Οι ανεμοδόχοι αυτοί, ανεπαρκείς και σε ομαλές καταστάσεις, καταλήγανε στο κύριο κατάστρωμα, που συνήθως απείχε πολύ λίγο από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα να μπάζουν νερά. Αναπόφευκτα, στις χειμωνιάτικες, κυρίως, φουρτούνες, οι επιβάτες της τρίτης θέσεως δέχονταν καταιονισμούς από παγωμένα νερά του ωκεανού. Όσον αφορά τα λουτρά, μεταξύ των θέσεων όπου βρίσκονταν και των διαμερισμάτων, μεσολαβούσαν ανεμόδαρτα ανοιχτά καταστρώματα.

Οι καταιονιστήρες ήταν κοινοί κατά κανόνα για άνδρες και γυναίκες, περιείχαν θαλασσινό νερό και ήταν σιδερένιες καμπίνες περίπου 2χ2,75μ. Περιττό να πούμε ότι σπάνια οι επιβάτες έκαναν χρήση αυτών. Στους ίδιους χώρους ήταν τοποθετημένες οι λεκάνες για το πλύσιμο των πιάτων και οι διπλές σειρές για το πλύσιμο των ρούχων, χωρίς βέβαια σαπούνι ή πετσέτες και με κρύο αλμυρό νερό. Το ζεστό νερό ήταν πολυτέλεια και όταν υπήρχε χρησιμοποιούταν για το πλύσιμο των χεριών, του προσώπου και των μαλλιών. Το δάπεδο γύρω ήταν συνεχώς πλημμυρισμένο, σφουγγαριζόταν και απολυμαινόταν βιαστικά μόνον το τελευταίο πρωί του ταξιδιού, λόγω της αναμενόμενης επιθεώρησης του γραφείου της Δημόσιας Υγείας.

Ο νόμος προέβλεπε καθημερινή ιατρική επίσκεψη στη διάρκεια του ταξιδιού. Οι μετανάστες θα έπρεπε να μπαίνουν στη γραμμή και να περάσουν από τους γιατρούς του πλοίου. Ο κανονισμός δεν εφαρμόσθηκε ποτέ. Η καθημερινή επιθεώρηση επιβεβαιώνονταν από ειδικές κάρτες που έπρεπε να τρυπηθούν από τον εποπτεύοντα γιατρό. Συνήθως όμως, τις κάρτες τρυπούσε έξι-επτά φορές σε κάθε επίσκεψη, κάποιος "εξυπηρετικός θαλαμηπόλος", για να μην στέκονται όλοι οι μετανάστες κάθε φορά στην ουρά, πράγμα που βόλευε τόσο τους ίδιους όσο και τους γιατρούς. Σε κάθε επιβάτη δινόταν με την επιβίβασή του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι και μία τενεκεδένια καραβάνα. Όταν αναγγελλόταν το πρωινό, συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριμώχνονταν στο χώρο της διανομής καθώς δεν υπήρχε ειδική τραπεζαρία παρά μονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη με λίγα τραπέζια και μερικούς πάγκους, όπου συνήθως κάθονταν οι γυναίκες και τα παιδιά.

Οι άνδρες έπρεπε να περάσουν από τους πάγκους του σερβιρίσματος, κρατώντας τις καραβάνες και μετά να βρουν κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Οι γυναίκες-επιβάτες τότε βρίσκανε την ευκαιρία να ντυθούν, καθώς άδειαζαν τα διαμερίσματα πριν από το πρωινό, με αποτέλεσμα να φθάνουν αργά ή να μην προλαβαίνουν καθόλου τη διανομή. Στις ρεκλάμες των πρακτορείων που εκδίδανε τα εισιτήρια, το φαγητό περιγραφόταν ως υγιεινό και θρεπτικό. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν τόσο κακομαγειρεμένο που σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμαζόταν για τους μετανάστες, κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες μπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα του θαλαμηπόλου κάτι για να συμπληρώσουν το φαγητό τους, πράγμα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη, προκειμένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας. Μοναδική εξαίρεση σε ολόκληρο το ταξίδι, αποτελούσε το τελευταίο πριν από την άφιξη δείπνο, που μπορούσε να περιλαμβάνει λιχουδιές όπως... τηγανιτές πατάτες.

Το αποχαιρετιστήριο αυτό δείπνο σκοπό είχε να δώσει έναν τόνο ευχαρίστησης στην αυριανή άφιξη και επιθεώρηση από τις υγειονομικές αρχές. Στην είσοδο ακριβώς των εκβολών του ποταμού Hudson μόλις μέσα από τα Narrows, στο Clifton, του Staten Island ήταν η "Καραντίνα", ο δημόσιος υγειονομικός σταθμός ελέγχου. Καθώς το πλοίο αγκυροβολούσε εκεί, το περικύκλωνε ένας στολίσκος από μικρά πλοία. Οι άνδρες της υπηρεσίας Αλλοδαπών και της Δημόσιας Υγείας, ανέβαιναν στο πλοίο και περνούσαν γρήγορα από τους χώρους της πρώτης και της δεύτερης θέσεως σε μια βιαστική επιθεώρηση των επιβατών των θέσεων αυτών. Στη συνέχεια κατέβαιναν στα... ευώδη διαμερίσματα, όπου βρίσκονταν οι επιβάτες της τρίτης θέσεως για το πιο χρονοβόρο μέρος της δουλειάς τους, προκειμένου να εξετάσουν κάθε επιβάτη. Όταν οι άνθρωποι της Δημόσιας Υγείας κατέβαιναν στη βάρκα τους για να κατευθυνθούν σε άλλα σκάφη, το πλοίο έπαιρνε πάνω την άγκυρα και μέσα από τους καπνούς των ρυμουλκών που το τραβούσαν, κατευθυνόταν σιγά - σιγά προς το λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Περνώντας κοντά από το άγαλμα της Ελευθερίας κατέληγε σε έναν από τους "ντόκους" στο Μανχάταν ή απέναντι στο Χομπόκεν. Εκεί αποβιβάζονταν οι επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσεως και ξεφορτώνονταν οι αποσκευές τους για να περάσουν από τον τελωνειακό έλεγχο. Όταν αυτός τελείωνε, οι επιβάτες παραδίδανε τις αποσκευές τους στους πρόθυμους μεταφορείς του σιδηροδρόμου και χάνονταν στο πολύβουο Μανχάταν. Η μέρα όμως των μεταναστών μόλις άρχιζε. Ύστερα από μια ατελείωτη αναμονή στο πλοίο προκειμένου να τελειώσουν οι έλεγχοι, άρχιζαν να κατεβαίνουν επιτέλους τη σκάλα του πλοίου, φορτωμένοι με τις αποσκευές τους. Η διαφορά ήταν καταφανής: ενώ οι επιβάτες των άλλων θέσεων, που είχαν παραδώσει όλες τις αποσκευές τους στους αχθοφόρους καθώς γύριζαν στον τόπο τους ύστερα από λίγων εβδομάδων απουσία, μπορούσαν να στείλουν τα ογκώδη μπαούλα τους κατευθείαν στον προορισμό τους, οι μετανάστες που έρχονταν για μόνιμη εγκατάσταση, έπρεπε να κουβαλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν μόνοι τους.

Έτσι παραφορτωμένοι κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν για να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως "Καστιγκάρι" (Από το Castle Garden). Εκεί, μέσα στις πολύβουες στοές του γραφείου απογραφής, οι μετανάστες υποβάλλονταν στην τελική δοκιμασία. Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού. Όμως κάθε άρρωστος ή ανισόρροπος υποχρεωνόταν να γυρίσει στο πλοίο και παραδινόταν στην ατμοπλοϊκή εταιρία για επαναπατρισμό. Άγρυπνοι επιθεωρητές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών μόλις παρατηρούσαν κάποιον ύποπτο, καθώς οι μετανάστες αποβιβάζονταν από τις βάρκες, σημείωναν πάνω στην κάρτα τους κάποιο κωδικό σήμα, προκειμένου να τον προσέξουν ιδιαίτερα οι γιατροί. Με βάση τους αμερικανικούς νόμους, οι Αμερικανοί δέχονταν μόνο ανθρώπους που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι στη χώρα τους. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου του 1907, έμπαιναν σοβαροί περιορισμοί: «Αι ακόλουθοι τάξεις αποκλείονται εκ των Ηνωμένων Πολιτειών: οι ηλίθιοι, οι ασθενείς το πνεύμα, επιληπτικοί, φρενοβλαβείς, οι επαίται, οι σωματικώς ελαττωματικοί, οι καταδικασθέντες επί κακουργήματι, οι πολύγαμοι, οι αναρχικοί, γυναίκες ερχόμεναι δι΄ ανηθίκους σκοπούς κ.α.» Οι γιατροί εξέταζαν κυρίως τα μάτια των μεταναστών για να διαπιστώσουν ότι δεν πάσχουν από τραχώματα, την κατάσταση του δέρματος της κεφαλής, το στόμα κτλ. Σε περίπτωση διάγνωσης ασθένειας ή σωματικής αναπηρίας, ο μετανάστης παραπεμπόταν σε λεπτομερέστερη εξέταση. Αν τελικά αποδεικνυόταν ότι πράγματι έχει πρόβλημα υγείας, δεν γινόταν δεκτός. Αυτοί οι άτυχοι άθλιοι έπρεπε να επιστρέψουν στο λιμάνι της επιβίβασής τους με έξοδα της εταιρίας, γεγονός που τις έκανε προσεκτικές στην επιλογή των επιβατών. Μεγαλύτερο βάρος για τις εταιρίες ήταν οι λαθρομετανάστες, αφού για καθένα που ανακάλυπταν και συλλάμβαναν οι αρχές, πλήρωναν πρόστιμο χίλια δολάρια. Οι μετανάστες, ύστερα από τις ατελείωτες αυτές ταλαιπωρίες πατούσαν επιτέλους το έδαφος της νέας Γης της Επαγγελίας, όπου άλλου είδους περιπέτειες άρχιζαν γι' αυτούς.» [Ντόναλντ-Γεωργίου Μακφαίηλ , «Μανιάτες μετανάστες στην Αμερική», http://www.mani.org.gr/periodikomani/2/metanastes.htm]

Στη  συνέχεια οι περισσότεροι νεοαφιχθέντες έμεναν για λίγο στη Νέα Υόρκη. Εκεί υπήρχαν μικρά ξενοδοχεία και μικρομάγαζα Ελλήνων ιδιοκτητών, οι οποίοι τους υποδέχονταν όταν ξεμπαρκάριζαν από τα σκάφη που τους έφερναν στο νότιο τμήμα του Μανχάταν από το Έλις Άιλαντ. Ήταν ακριβή η πόλη και οι περισσότεροι είχαν λιγότερα από τριάντα δολάρια στην τσέπη τους. Βιάζονταν λοιπόν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.  Όπως έγραφε ο «Οδηγός του Μετανάστου» που δημοσιεύθηκε το 1910:  «Ο βίος εν Νέα Υόρκη είναι αρκούντως πολυδάπανος. Αν ο μετανάστης μείνει ημέρας τινάς άεργος ενταύθα και δεν έχει συγγενείς ή φίλους, οι οποίοι να δαπανώσι δι΄ αυτόν, οφείλει να υπολογίζει εν τουλάχιστον δολλάριον καθ΄ ημέραν δια τροφήν και κατοικίαν, ήτοι πέντε περίπου φράγκα. Και ταύτα αν τρώγει εις τα ελληνικά μικροεστιατόρια και αποφεύγει τα ποτά και τα κεράσματα. Οιονδήποτε ποτόν στοιχίζει το ολιγότερον 5 σεντς, ήτοι 25 λεπτά. Καλόν είναι ο μετανάστης να προσπαθεί να μη μείνει μακρόν χρόνον εν Νέα Υόρκη, αλλά να διευθύνεται εις το εσωτερικόν. Η επιτυχία εν ταις μεγαλουπόλεις είχε πολύ δύσκολος».

 Φανταζόμαστε αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους να έχουν ξεκινήσει πάνω από ένα μήνα πριν από το χωριό μας. Να πάνε στην Μυτιλήνη με τα γαϊδούρια ή τους αραμπάδες. Να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο για τον Πειραιά. Μερικοί ξανά στο πλοίο για την Τεργέστη ή την Νάπολη, άλλοι με το τρένο για την Πάτρα. Μετά στην θάλασσα για ένα μήνα περίπου και όταν έφταναν στη Νέα Υόρκη να έπρεπε να συνεχίσουν για την Αλαμπάμα, το Σικάγο, το Οχάιο.  Εικοσάχρονα παιδιά, απένταρα, άβγαλτα από το χωριό, χωρίς να ξέρουν μια λέξη στα Αγγλικά για να συνεννοηθούν. Και όμως τα κατάφεραν.

Η ζωή των Ελλήνων στις βιομηχανικές  πόλεις της Αμερικής ήταν στερημένη. Μια και ο σκοπός τους ήταν να εξοικονομήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα για να τα στείλουν πίσω στην Ελλάδα, ζούσαν πολύ λιτά. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για έξι άτομα να νοικιάζουν ένα διαμέρισμα και να μοιράζονται τα έξοδα, χωρίς σωστή διατροφή. Ο θείος μου ο Γιώργος Σαντής μού είχε πει κάποτε: «Το κρεβάτι το μοιραζόμαστε τόσοι που δεν προλάβανε να κρυώσει. Σήκω σύ για να πέσω εγώ».

 Τα πράγματα γίνονταν ακόμη χειρότερα, λόγω της δεδομένης εχθρικής υποδοχής που επιφύλασσαν στους Έλληνες μετανάστες, οι μετανάστες άλλων εθνικοτήτων ή και οι ίδιοι οι Αμερικανοί εργάτες. Στο βιβλίο του Θεόδωρου Σαλούτου «Έλληνες της Αμερικής, Harvard University Press, 1964: 269) αναφέρει την ύπαρξη πινακίδας σε Αμερικάνικο εστιατόριο που έγραφε "John's Restaurant, Pure American. No Rats, No Greeks.", δηλαδή «ούτε Έλληνες, ούτε αρουραίοι». Μην ξεχνάμε ότι ήταν και η εποχή που η περίφημη Κου Κλουξ Κλαν ήταν στις δόξες της και κυνηγούσε όχι μόνο τους μαύρους αλλά και όποιον δεν ήταν Αγγλοσάξονας και είχε λίγο σκούρο χρώμα, όπως ήταν και οι περισσότεροι μετανάστες από τον τόπο μας.

Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις, απασχολούνταν ως εργάτες σε εργοστάσια τυποποίησης τροφίμων, σε χαλυβουργεία και σε εργοστάσια, αν και πολλοί ξεκίνησαν ως πλανόδιοι πωλητές φρούτων, γλυκών και λουλουδιών. Σημαντικός επίσης οικονομικός παράγοντας της εποχής για τους Έλληνες ήταν τα στιλβωτήρια παπουτσιών («σαϊνάδικα» στα Ελληνοαμερικανικά της εποχής). Σ΄ όλο τον αμερικανικό Βορρά υπήρχαν εκατοντάδες τέτοιων επιχειρήσεων που ανήκαν σε Έλληνες. Η άνθηση των επιχειρήσεων αυτών οδήγησε στο να θεωρούνται συνώνυμες οι λέξεις «λούστρος» και «Έλληνας» στα μεγάλα αστικά κέντρα του Βορρά της εποχής εκείνης. Η αλήθεια είναι ότι δεν έλειψαν και οι «πατρόνοι», δηλαδή Έλληνες που αντί να προσπαθήσουν να εξυπηρετήσουν τους συμπατριώτες τους, εκμεταλλεύτηκαν την απειρία και την αμάθειά τους και έπαιρναν το δικό τους ποσοστό. Σιγά σιγά,  όμως, αρκετοί  Έλληνες έγιναν  ιδιοκτήτες μικροεπιχειρήσεων, κυρίως στους τομείς των γλυκισμάτων, των εστιατορίων, στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, στις αίθουσες ψυχαγωγίας, σε ανθοπωλεία, σε καπελάδικα.

Ενδιαφέροντα στοιχεία βρίσκουμε επίσης από το «μανιφέστο» του πλοίου, το οποίο καταγράφει το όνομα, επώνυμο, ηλικία, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, ειδικότητα, γλώσσα και αν έχει την ικανότητα να διαβάζει και να γράφει, εθνότητα, τελικός προορισμός, ποιος πλήρωσε το εισιτήριο, το αν είχαν ξαναπάει στην Αμερική, πόσα χρήματα είχαν επάνω τους, σε ποιον συγγενή ή φίλο θα έμεναν, φυσική και πνευματική κατάσταση, αν δήλωναν πολύγαμοι ή αναρχικοί, διάρκεια παραμονής (όλοι απαντούσαν «μόνιμα» ή «για πάντα»), ύψος, χρώμα ματιών και μαλλιών, άλλα διακριτικά, χώρα και τόπος γέννησης (μέχρι το 1912 και μερικές φορές αργότερα η Τουρκία αναφερόταν ως η χώρα προέλευσης). Ενδεικτικά καταγράφουμε τα παρακάτω:

1905

• Ο Πλάτων Κωστομοίρης και ο Δημήτρης Κωστομοίρης συνταξίδευαν. Ο Πλάτων είχε 20 $ και θα επισκεπτόταν τον αδελφό του (μάλλον τον Γιώργο) στη Νέα Υόρκη (230 Ε 25 street), ο δε Δημήτρης είχε 52 $ και θα πήγαινε σε κάποιον φίλο του στο Σικάγο. Όπως δε μας θύμισε ο Στρατής Πάντας στο προηγούμενο τεύχος του Πολιχνιάτικου Λόγου, τα τρία αδέλφια Πλάτωνας, Ηρακλής και Γιώργος εργάστηκαν στην Νέα Υόρκη στην ελληνική εφημερίδα «Ατλαντίδα» . Μάλιστα ο Γεώργιος ήλθε στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και πολεμώντας έπεσε υπέρ πατρίδος. [Βλέπε ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ Χαριλάου Καρατζάνου, σελ. 161].

• Οι Καραγεωργίου Παναγιώτης και Ευστράτιος, δηλώνουν κάτοικοι Μυτιλήνης και θα πήγαιναν στον αδελφό τους Γεώργιο που κατοικούσε στη Νέα Υόρκη

1909

•  Ο Γεώργιος Μπλάνης του Παναγιώτη είχε ζήσει ήδη στην Αμερική από το 1905-1908 και πήγαινε στην Νέα Υόρκη.

1910

• Ο Παναγιώτης Γιατρέλλης θα επισκεπτόταν τον εξάδελφο του Π. Βογιατζή που κατοικούσε 1711 3rd Avenue στην Νέα Υόρκη.

• Ο Γιώργος Σπανός θα πήγαινε στο Dayton Ohio σε κάποιο φίλο του Παπαγεωργίου.

1911

•  Ο Ευριπίδης Κωστομοίρης θα επισκεπτόταν τον αδελφό του Δημήτρη Κωστομοίρη - 515 West 50 Street, NY. Συνταξίδευε με τον Γιάννη Μπαλλά (Οκτ. 1911) που θα επισκεπτόταν τον εξάδελφό του Pete Μπαλλά στην Αλαμπάμα.

•  Ο Κωνσταντίνος Μπαλλάς και ο Γιώργος Κλούρας συνταξίδευαν. Ο Μπαλλάς θα έμεινε στον εξάδελφό του Π. Μπαλλά στην Αλαμπάμα. Ο Κλούρας είχε 25 $ και θα πήγαινε στο Σικάγο όπου κατοικούσε ο αδελφός του Γιάννης Κλούρας.

• Ο Γιάννης Μπαλλάς (Δεκ. 1911), είχε  25 $ μαζί του και θα πήγαινε στα αδέλφια του Κωνσταντίνο και Γιώργο που κατοικούσαν στην Alabama.

• Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης και ο Γιώργος Βγενάς συνταξίδευαν. Ο Βγενάς θα πήγαινε στον αδελφό του Μανώλη Βγενά και ο Κωνσταντινίδης σε κάποιο φίλο του (δυσανάγνωστο το όνομα)

1912

•Τα αδέλφια Γιώργος και Μυρσίνη Παπαδημητρίου ταξίδευαν μαζί, ο Γιώργος είχε παραμείνει στην Αμερική από το 1908-1912, είχε μαζί του 25 $ και θα πήγαιναν στον αδελφό τους  Παναγιώτη Παπαδημητρίου, ο οποίος διέμενε στο 685 6th Ave της Νέας Υόρκης. Για το πιο συγγενικό τους πρόσωπο δηλώνουν την αδελφή τους Μαρία Κακάμπουρα που κατοικεί στον Πολιχνίτο. (Σημείωση: τα παιδιά και τα εγγόνια του Παναγιώτη Παπαδημητρίου επισκέπτονται κάθε χρόνο την Μυτιλήνη).  Στο ίδιο πλοίο ήταν και ο Ευστράτιος Μαλιέσκος που  θα πήγαινε στον φίλο του Δημήτρη (James) Κωστομοίρη που κατοικούσε στο 463W 43street της Νέας Υόρκης που θα έμενε σε κάποιο θείο του στη Νέα Υόρκη. 

• Ο Ευστράτιος Θεοδωρέλλης και ο Γρηγόρης Σαραντινός συνταξίδευαν. Και οι δύο  είχαν τελικό προορισμό τον Παναγιώτη Θεοδωρέλλη, αδελφό του πρώτου και εξάδελφο του δεύτερου, που κατοικούσε στην Βοστόνη.

•  Ο Χαράλαμπος Καπής και ο Γιώργος Αλεξανδρής συνταξίδευαν. Και οι δύο δήλωσαν ότι θα έμεναν με τον Χαράλαμπο Μιχαλακά εξάδελφο του Καπή και φίλο του Αλεξανδρή που έμενε στην 3η λεωφόρο της Νέας Υόρκης.

•  Ο Γεωργέας Μωραΐτης και ο Δημήτρης Κρικλάνης (Kerclain) συνταξίδευαν. Ο  Μωραΐτης, είχε 25 $ και θα πήγαινε στον αδελφό του Παναγιώτη (Peter) Μωραΐτη στο Σικάγο. O Κρικλάνης είχε 24 $ και θα πήγαινε στον εξάδελφο/ξαδέλφή του Καμπεζά που ζούσε στην Νέα Υόρκη.

• Ο Παναγιώτης Κεφαλάς θα πήγαινε σε κάποιον ξάδελφό του (ίσως Πάλλης) στο Σικάγο.

• Ο Γιώργος Γιατρέλλης είχε 18$ και θα πήγαινε στον αδελφό του Παναγιώτη Γιατρέλη που κατοικούσε στο 1522 της 3ης Λεωφόρου στην Νέα Υόρκη. (Σημείωση: Αν δεν κάνω λάθος, ο γιος του Γιώργου Γιατρέλλη, είναι ο Κωσταντίνος (Gus) Yatron γεννημένος στο Reading Pennsylvania, που διετέλεσε για 24 χρόνια βουλευτής της Αμερικής (1969-1993) με σημαντικά αξιώματα και απεβίωσε το 2003).

• Ο Διονύσης Διονύσιος θα έμενε στον εξάδελφό του Β. Διονύσιο στην Βοστόνη.

• Ο Γιώργος Διονύσιος (στα Αγγλικά το ονοματεπώνυμο έχει αντιστραφεί) θα πήγαινε στον αδελφό του στο Hamerskill Μασσαχουσέτης.

• Ο Δημήτρης Ευστρατίου του Ευστρατίου θα πήγαινε σε κάποιο φίλο του Ευστράτιο (δυσανάγνωστο επώνυμο) που κατοικούσε στο Weiston της Βιρτζίνιας.

1914

• Ο Δημήτρης Γ(κ)ατζούρης (Gatzouris) δήλωσε Αμερικανός πολίτης και ξενοδοχειακός υπάλληλος, βρισκόταν στην Αμερική από το 1906-1914 και πήγαινε στον αδελφό του Μιλτιάδης Γατζούρη 685 6 Ave, Νέα Υόρκη. Πλησιέστερη  συγγενή του δήλωσε στον Πολιχνίτο την αδελφή του Αφροδίτη Αϊβαλιώτη.

1915

• Ο Δημήτρης Mπακιρτζής είχε 38 $ και δήλωσε ότι κατευθυνόταν στον εξάδελφό του Μπαλλά που κατοικούσε στην Αλαμπάμα. (Σημ. πληροφορήθηκα ότι ο Μπακιρτζής επέστρεψε αργότερα μόνιμα στην Ελλάδα).

• Ο Ευστράτιος Πάλλης είχε 160 $ μαζί του, εμφανίζεται να ήταν ήδη στην Αμερική το 1908 και θα πήγαινε σε ένα φίλο του (δυσανάγνωστο όνομα) στο Σικάγο.

1916

• Ο Σταμάτης Κουχής (Couchis) είχε 24 $ και θα πήγαινε στο Bethleem της Πενσυλβάνια όπου κατοικούσε ο εξάδελφός του Μιχάλης (δυσανάγνωστο επώνυμο)

1917

•  Οι αδελφές Χατζηγρηγορίου Αφροδίτη και Γιασεμή θα επισκεπτόταν τον αδελφό τους Δημήτρη που ήταν ήδη στην Αμερική.

•  Ο Γιώργος Σάκκης του Παναγιώτη θα επισκεπτόταν τον θείο του Ηρακλή Κωστομοίρη στη Νέα Υόρκη.

1920

• Τα έξι μέλη της οικογένειας του Χαράλαμπου Καρέτα μαζί με την ανιψιά του Αγγελική Κωστομοίρη  θα πήγαιναν στο Reading Pensylvania στον φίλο τους Pete Jatros (Παναγιώτης Γιατρέλλης). (Από το διαδίκτυο πληροφορούμαστε ότι σήμερα η οικογένεια Καρέτα ασχολείται με την διανομή κατεψυγμένων τροφίμων σε  εστιατόρια και ιδρύματα σε μια επιτυχημένη επιχείρηση που απασχολεί πάνω από 50 άτομα).

• Ο Παναγιώτης Κακάμπουρας ήταν ήδη στην Αμερική από το 1909 – 1914 και θα πήγαινε στον αδελφό του Στρατή Κακάμπουρα, 325W 35 street Νέα Υόρκη.

• Οι αδελφές Σοφία και Χρυσάνθη Ζυγούρη του Παναγιώτη συνταξίδευαν και επρόκειτο να μείνουν με τον θείο τους Χ. Κλαδογένη στο 22 Cameron Terrace Street, Νέας Υόρκης.

1921

• Ο Αριστείδης Κομνηνός θα πήγαινε στον συγγενή του Σπύρο Γρηγορέλλη στο Αρκάνσας.

• Ο Σάββας Κακκαβής θα πήγαινε στον φίλο του Ηρακλή Κoστομοίρη που διέμενε στο 533 7η λεωφόρο της Νέας Υόρκης.

• Ο Ευστράτιος Ζουπαντής βρισκόταν ήδη στην Αμερική κατά την περίοδο 1912-1921 και θα πήγαινε στην γυναίκα του Κατίνα Ζουμπαντή Yorkville Ohio.

1922

• Η Αθανασία Φράγκου είχε μαζί της 7 $ και θα πήγαινε στον αρραβωνιαστικό της Γρηγόρη Λαμπούση (στα Αγγλικά γράφει Dampoussis) στην Λουιζιάνα.

• Οι αδελφές Χατζηγρηγορίου Ευαγγελία και Θεοδώρα θα έμεναν με τον αδελφό τους  Sam Gregory (υποθέτω Σταμάτη Χατζηγρηγορίου) στο Σάλεμ  της Μασσαχουσέτης. Συνταξίδευαν με την Καμπηζά Μαρία που θα πήγαινε στον αρραβωνιαστικό της Βασίλειο Κεφαλά στο Granite City  του Ιλλινόις

1923

• Η Μεταξία Χατζηγρηγορίου συνταξίδευε με την Μυρσίνη Κεφαλά με τελικό προορισμό το Granite City του Ιλλινόις, που κατοικούσε ο Παναγιώτης Κεφαλάς, αρραβωνιαστικός της Μεταξίας και αδελφός της Μυρσίνης. Στο ίδιο πλοίο ήταν και η Πελαγία Κλούρα που πήγαινε στον αδελφό της James Κλούρα  109 7th Avenue, New York.

1924

H Αικατερίνη Λαμπούση συνοδευόταν από τον άνδρα της που ήταν ήδη Αμερικανός πολίτης και θα έμεναν στην Λουιζιάνα.

 

Είκοσι δύο εκατομμύρια μετανάστες είναι καταγραμμένοι στα αρχεία του Ellis Island και στη βάση δεδομένων αυτού του δικτυακού τόπου. Μέσα σ’ αυτούς εντοπίσαμε τους 70 Πολιχνιάτες. Πραγματικά αξίζει το κόπο να επισκεφθείτε αυτόν το δικτυακό τόπο είτε έχετε κάποιο γνωστό πρόσωπο είτε όχι,  έτσι σαν μια τιμή στη μνήμη τους για την τόλμη που είχαν να κατακτήσουν τη ζωή. Ελπίζω τα παιδιά και τα εγγόνια των πρώτων αυτών μεταναστών να θυμούνται και να επισκέπτονται τον τόπο καταγωγής των προγόνων τους. Εμείς θα τους θυμόμαστε και θα τους τιμούμε.

Και μια ευχή: Η δική τους περιπέτεια και τα δικά τους βάσανα ας μας κάνουνε πιο ανεκτικούς στους σημερινούς μετανάστες, αυτούς  που άφησαν τα δικά τους μέρη, τα δικά τους χωράφια και τους δικούς τους ανθρώπους και έχουν έρθει στον δικό μας τόπο για αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.

Τελειώνοντας, θέλω να αναφερθώ στο γεγονός ότι η μετανάστευση έχει πολυτραγουδηθεί από τον λαό μας. Δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες-  τραγούδια έχουν γραφεί γι’ αυτήν με πολύ ωραίους στίχους (π.χ. τα δημοτικά τραγούδια «Γιάννη μου το μαντήλι σου», «Σου στέλνω  μάνα  επιταγή», «Γω στα ξένα περπατούσα», «Λουλούδι τί μαράθηκες», το «Σαν απόκληρος γυρίζω» και το ρεμπέτικο τραγούδι «Παράπονο του ξενιτεμένου» του Βασίλη Τσιτσάνη, το «Ψωμί της ξενιτιάς» με τον Στέλιο Καζαντζίδη, «Μιλώ με τα παιδιά μου» της Βίκυς Μοσχολιού).

Αυτό όμως που εμένα συγκίνησε περισσότερο είναι «Το τραγούδι της ξενιτιάς» με στίχους Ερρίκου Θαλασσινού, μουσική Μίκη Θεοδωράκη και έχει τραγουδηθεί από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Γιώργο Νταλάρα. Οι στίχοι του είναι οι παρακάτω:

Φεγγάρι, μάγια μου ’κανες

και περπατώ, και περπατώ στα ξένα

Είναι το σπίτι ορφανό, ορφανό

αβάσταχτο το δειλινό, και τα βουνά

και τα βουνά, και τα βουνά κλαμένα

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί

να πάει στη μάνα υπομονή.

Στείλ’ ουρανέ μου ένα πουλί

ένα χελι-, ένα χελιδονάκι

Να πάει να χτίσει τη φωλιά, αχ τη φωλιά

στου κήπου την κορομηλιά, δίπλα στο μπα-

δίπλα στο μπα-, δίπλα στο μπαλκονάκι

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί

να πάει στη μάνα υπομονή

Να πάει στη μάνα υπομονή

δεμένη στο, δεμένη στο μαντήλι

Προικιά στην αδελφούλα μου, αδελφούλα μου

και στη γειτονοπούλα μου γλυκό φιλί

γλυκό φιλί, γλυκό φιλί στα χείλη