Ήταν ο τόπος παραγωγής αλατιού. Στα τούρκικα tuz σημαίνει αλάτι και τούζλα, αλυκή. Λειτουργούσαν λοιπόν και επί τουρκοκρατίας οι αλυκές του Κόλπου Καλλονής και οι γέροι μας, θυμάμαι, τις αποκαλούσαν με το τούρκικο όνομά τους. Φαίνεται όμως πως η λειτουργία τους ήταν προβληματική. Αυτό συμπεραίνεται από την οικογενειακή μου παράδοση, η οποία κάνει λόγο για το μαστρογιάννη  Χαρίτο, ο οποίος υπήρξε σύζυγος της θείας Όλγας, αδελφής της γιαγιάς μου.

 

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ανατέθηκε από την τουρκική διοίκηση στον Γιάννη Χαρίτο η αναμόρφωση και λειτουργία των αλυκών Καλλονής και Πολιχνίτου. Ο Γιάννης Χαρίτος, όπως μαρτυρούν τα εγγόνια του, καταγόταν από τα Μοσχονήσια. Κατ’ άλλους όμως από Φώκαια. Όπως και να έχει, η Φώκαια με τις αλυκές της πρέπει να έμαθε την τέχνη στον μάστρο-Γιάννη και για τούτο οι Τούρκοι του ανέθεσαν την ευθύνη του αλατιού στον Κόλπο Καλλονής. Τη μαστοριά του τη μετάδωσε αφήνοντας πίσω του εξειδικευμένο προσωπικό, για να συνεχιστεί η δουλειά όταν, μετά το 1912, πέρασαν οι αλυκές στα χέρια των Ελλήνων.

 

Προπολεμικά, νοικιάστηκε η αλυκή Πολιχνίτου από τον εργολάβο Λάμπρο Νίκα, ο οποίος ανέβασε την παραγωγή βελτιώνοντας τις συνθήκες εργασίας. Γινόταν τότε αξιόλογες εξαγωγές άλατος κι ήταν γενικά η λειτουργία της αλυκής μεγάλης οικονομικής σημασίας δραστηριότητα για την κοινωνία του Πολιχνίτου και των γύρω χωριών. Στην Κατοχή σταμάτησε κάθε δραστηριότητα κι άρχισε πάλι όταν η Ελλάδα ορθοπόδησε.

 

Στα τελευταία χρόνια έγιναν μεγάλες αγορές στον τρόπο λειτουργίας των αλυκών. Άλλαξε ολοκληρωτικά η φιλοσοφία αυτής της δουλειάς με αποτέλεσμα να ανατεθούν όλα στα μηχανήματα, να περιοριστούν πάρα πολύ τα εργατικά χέρια, να περιοριστεί η παραγωγή, να μην υπολογίζεται πια από την τοπική κοινωνία ως πηγή εργασίας και εισοδήματος. Κάποτε όμως...

 

Κάθε φορά που μπαίνει ο Σεπτέμβριος κι ανοίγουν τα σχολεία, έρχεται στο νου μας και ο οργασμός της εξόρυξης του αλατιού. Το εργοτάξιο της αλυκής αυτή την εποχή, τέλος Σεπτέμβρη αρχές Οκτώβρη, έμοιαζε σαν ένα βοερό μελίσσι με τις ομάδες των εργαζομένων να ασχολούνται σε εξειδικευμένες δουλειές. Οι μειωμένες αγροτικές εργασίας αυτούς του μήνες στον τόπο μας επέτρεπαν στους αγρότες να κάνουν και μερικά μεροκάματα στην αλυκή, για να έχουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Για τους εργάτες πάλι αξία είχαν και τα σίγουρα μεροκάματα με τα ένσημα στο Ι.Κ.Α.. Ήταν κάτι καλό για τον τόπο μας γενικά, αφού έφερνε χρήματα, που σε τελική ανάλυση ωφελούσαν την τοπική κοινωνία. Τα πολλά μεροκάματα ήταν στην εξόρυξη, αλλά και τον άλλο χρόνο η αλυκή απασχολούσε εργαζόμενους.

 

Στη διάρκεια του χειμώνα γινόταν συντήρηση του υλικού της. Οι μηχανές άντλησης του θαλασσινού νερού επισκευαζόταν στο χρόνο της απραξίας τους. Οι δεξαμενές του νερού χρειάζονταν επισκευή στα ξύλινα τοιχώματά τους, τα δάπεδα των «αλατοπηγών» επίστρωση και κυλινδρισμό, τα κανάλια κυκλοφορίας του νερού εκσκαφές, τα βαγονέτα μεταφοράς του αλατιού επισκευές, οι ράγες των τροχιοδρόμων μάζεμα και στον καιρό τους πάλι άπλωμα. Κι όταν ερχόταν το καράβι να πάρει το αλάτι, ένας άλλος κόσμος χαιρόταν για την ευλογία της εργασίας. Εργάτες φόρτωναν απ’ το σωρό το αλάτι στα βαγονέτα. Μουλάρια τα έσερναν στις ράγες, φορτοεκφορτωτές τα άδειαζαν στις μαούνες, ψαράδες τράβαγαν με τα μοτόρια τους τις μαούνες μέχρι το καράβι κι εκεί άλλοι εργάτες ανέβαζαν με βίντσι του κάδους και το σώρευαν στο αμπάρι. Έδινε λοιπόν δουλειά, η αλυκή, έδινε ψωμί στον τόπο. Ήταν παράλληλα και μια ομορφιά, μια ανεπανάληπτη γραφικότητα, μια ευλογημένη συλλογική προσπάθεια, που έμοιαζε με τη φυσική δουλειά της μέλισσας και των μυρμηγκιών.

 

Από την Άνοιξη δούλευαν τα αντλητικά μηχανήματα και περνούσαν το θαλασσινό νερό στις «θερμάστρες», δεξαμενές επίπεδες, σα ρηχές λίμνες, που βρίσκονταν περιμετρικά της αλυκής. Το νερό θερμαινόμενο από τον ήλιο και βοηθούμενο από τον άνεμο στην εξάτμισή του, έφτανε σταδιακά σε πυκνότητες, ώστε να αποβάλλει με την καθίζηση τα βαρέα μέταλλα που περιέχει. Μετά από αρκετές μεταγγίσεις, από δεξαμενή σε δεξαμενή, έφθανε να περιέχει μόνο καθαρό αλάτι και τότε ήταν κατάλληλο να γεμίσει τα «αλατοπήγια» τις κεντρικές δηλαδή δεξαμενές μέσα στις οποίες θα εναπέθετε το τελικό προϊόν, το κάτασπρο, κρυσταλλικό αλάτι. Από το τέλος του Αυγούστου το χρώμα της αλυκής άλλαξε. Τα αλατοπήγια είχαν δέκα και δεκαπέντε πόντους στρωμένο αλάτι στον πυθμένα τους και το αλατόνερο που τα πληρούσε, είχε πάρει ένα όμορφο ροζέ χρωματισμό. Η ώρα της συγκομιδής πλησίαζε. Η κινητικότητα στο χώρο το μαρτυρούσε. Οι ράγες στρωνόταν, τα βαγονέτα φρεσκοβαμμένα στη θέση τους, ο χώρος που θα γινόταν ο «σωρός» έτοιμος.

 

Ο αρχιτεχνίτης με τους βοηθούς του άνοιγαν τις πορτούλες σε ένα αλατοπήγιο και το κοκκινωπό, πυκνό, παχύρευστο και λαδερό αλατόνερο έφευγε στους αγωγούς-χαντάκια, για να σταλεί και πάλι στη θάλασσα με τις όποιες ουσίες, του είχαν ακόμα απομείνει. Το στεγνό τώρα αλατοπήγιο με το κάτασπρο δάπεδο, στρωμένο από τέλεια ορθογωνισμένους κρυστάλλους του αλατιού, χωριζόταν σε τετράγωνα ορισμένου εμβαδού και οι εργάτες με τσεκούρια σε σωρούς, και ανάμεσά τους τοποθετούνταν ράγες για να πλησιάσουν τα βαγονέτα. Άλλοι εργάτες τα γέμιζαν και τα έσπρωχναν μέχρι τους διαδρόμους, που ήταν ανάμεσα στα αλατοπήγια. Εκεί περίμεναν τα μουλάρια, για να τα σύρουν στον τόπο που θα γινόταν ο μεγάλος, συγκεντρωτικός σωρός.

Ήθελε τέχνη για να φτιαχτεί ο σωρός. Άρχιζε με το άδειασμα των βαγονέτων σ’ ένα καλά στρωμένο δάπεδο και σιγά-σιγά, με τη μετακίνηση των σιδηροτροχών, ανυψωνόταν σε ένα πρισματοειδή όγκο, που συγκέντρωνε όλο το αλάτι της χρονιάς, δέκα χιλιάδες τόνους περίπου. Γινόταν ένα σωστό βουναλάκι δηλαδή. Για να επιτευχθεί αυτό, ο σωρός από μόνος του αποτελούσε ένα ξεχωριστό εργοτάξιο. Εργάτες φτυάριζαν συνεχώς το αλάτι, γυναίκες με ανοιχτόχρωμα ρούχα και άσπρες μαντήλες, κουκουλωμένες για να αντιμετωπίζεται η ανάκλαση του ήλιου από το κάτασπρο αλάτι, μάζευαν και απομάκρυναν τη λάσπη και όποιο άλλο ξένο σώμα. Τα βαγονέτα σε συρμούς, των δύο και τριών τεμαχίων, με κινητήρια δύναμη ένα μουλάρι, απ’ τη μια πλευρά ανέβαιναν αγκομαχώντας κι απ’ την άλλη κατηφόριζαν ανακουφισμένα. Στην κορυφή ο επιστάτης δίνει συνεχώς εντολές.

 

Και ο σωρός μέρα με την μέρα ανυψωνόταν, τα αλατοπήγια άδειαζαν κι έχαναν την ασπρίλα τους. Στο δάπεδό τους τώρα έμενε ο αδιαπέραστος από το νερό μαύρος (α) λίπιδους. Ο εργασιακός οργασμός έφθανε κάποτε (μετά από ένα μήνα περίπου) στο τέλος του. Τη φασαρία διαδεχόταν μια ήρεμη ησυχία, για να παραδοθεί και πάλι ο χώρος στην δικαιοδοσία των υδρόβιων πουλιών. Ο σωρός, καλυμμένος τώρα με κεραμίδια για να προστατεύεται από τη βροχή, στέκεται επιβλητικός, μόνος του στη σιωπή του τοπίου, για να επιβεβαιώνει πως απέδωσε ο μόχθος τόσων ανθρώπων. Θα έρθουν κάποια στιγμή, τα καράβια να τον πάρουν, να τον πάνε μακριά, να τον κάνουν χίλια δύο πράγματα, που μετά τη χρήση τους θα ξαναστείλουν πάλι το αλάτι στη θάλασσα, για να συνεχιστεί ο διατροφικός και χημικός κύκλος, ο φυσικός κύκλος.

 

Σήμερα τα πράγματα στρέβλωσαν. Τα ευλογημένα χέρια αντικαταστάθηκαν με μηχανήματα. Οι οικονομικοί όροι, συμφέρει – δε συμφέρει, ρυθμίζουν την ανθρώπινη ζωή και όχι μόνο. Δύο τρεις μηχανές κάνουν άψυχα και μονότονα τη δουλειά της μυρμηγκιάς των εργατών. Κάποιοι αποφάνθηκαν πως δεν είναι της εποχής μας οι συναισθηματισμοί και οι γραφικότητες. Τέτοιες σπατάλες είναι ασύμφορες, αφού τρεις μηχανές μπορούν να αντικαταστήσουν τους τριακόσιους ανθρώπους.

Σωστά! Ποιος θα μας πει όμως, δίχως συναισθηματισμούς και γραφικότητες, τι θα γίνουν οι τριακόσιοι εργαζόμενοι; Σε ποια χωματερή θα πεταχτούν; Τι είδους λίπασμα, ή σαπούνι θα γίνουν;