Εκτός από τους συγγενείς και τους φίλους, ο καθένας από εμάς δένεται και θυμάται και τους γείτονές του. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας με τα ίδια πάνω-κάτω προβλήματα, τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες μικροχαρές. «Γείτονα έχεις, Θεό έχεις» έλεγαν, γιατί στη χαρά και στη λύπη σου, είναι αυτός που ανοίγει πρώτος την πόρτα. Μετά καταφθάνουν συγγενείς και φίλοι.

 

Έτσι μας διδάσκει ο Ησίοδος: «Να καλείς σε τραπέζι αυτόν που σ' αγαπά και ν' αφήνεις στην άκρη τον εχθρό σου. Κι εκείνον που κάθεται κοντά σου να καλείς. Γιατί, αν σου τύχει καμιά ανάγκη στον τόπο, οι γείτονες γυμνοί θα τρέξουνε, ενώ οι συγγενείς θα μείνουν πρώτα να ντυθούνε. Ο κακός γείτονας είναι μεγάλη συμφορά, ενώ ο καλός είναι μεγάλος θησαυρός. Έχει μεγάλη τύχη αυτός που έχει καλό γείτονα».

 

Πράγματι, τυχεροί αυτοί που έχουν καλούς γείτονες γιατί: «Ο κακός χρόνος περνά, φεύγει· ο κακός γείτονας όμως, όχι». Έτσι τυχερή αισθάνομαι κι εγώ γιατί και στο χωριό και στη Σκάλα είχαμε καλούς γείτονες. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα την κυρά-Μυρσίνη, για τη θυμοσοφία της.

 

Δεν την ήξερα από κοριτσάκι. Τη γνώρισα όταν ήμουν γυμνασιοκόριτσο, έτσι μπορούσα να κρίνω καλύτερα κάποια πράγματα.

 

Ήταν χαροκαμένη, αλλά το χαμόγελο ποτέ δεν έλειπε από τα χείλη της. Είχε περάσει πολλά -όπως έλεγε η ίδια- αλλά φύσει αισιόδοξος άνθρωπος «θα περάσει και τούτο, αύριο θα είναι μια καινούργια, καλύτερη μέρα» ήτα το μότο της σε όλα τα προβλήματα. Το καφεδάκι μαζί της -τετ α τετ στη Σκάλα- γιατί ήταν καλοκαιρινή γειτόνισσα, ήταν μεγάλη απόλαυση για μένα. Ρουφούσα κάθε λέξη της. Κρεμόμουν από τα χείλη της.

 

Με συμβούλευε και η μητέρα μου, αλλά εκείνη είχε έναν μοναδικό, δικό της τρόπο να σε συμβουλεύει. Όταν με έβλεπε να μαγειρεύω το καλοκαίρι λαδερά και να ρίχνω πραγματικά πολύ λάδι, «λίγο-λίγο το λαδάκι κι είναι ο χρόνος πηγαδάκι» μου έλεγε. Βλέποντας πάλι ένα σωρό παιδικά ρουχαλάκια - βαλάδια, τα έλεγε- ερχόταν στα χείλη της η συμβουλή: «ό,τι φάνε τα μουρά είναι χαλάλι, ό,τι φοράνε είναι χαράμι», εννοώντας ότι τα παιδιά μεγαλώνουν πολύ γρήγορα και τα φετινά ρούχα, το ερχόμενο καλοκαίρι, θα είναι άχρηστα.

 

Όταν έχασα τη μητέρα μου, εκτός από μεγάλο πόνο και θλίψη, ήταν για μένα μεγάλη απώλεια ο χαμός της.

 

Ήταν νέα και καθ' ομολογία όλων πολύ νοικοκυρά. Πηγαίναμε το καλοκαίρι στο χωριό κι όλα ήταν στα χέρια μας. Δεν ήξερε τί να κάνει για να μας περιποιηθεί. Όταν έφυγε, λοιπόν, έμεινα μόνη με πέντε άντρες -όπως συνηθίζουν να λένε στο χωριό- τον μπαμπά μου, τον άντρα μου και τα τρία αγόρια μου. Με έβλεπε η κυρά-Μυρσίνη να τρέχω ασταμάτητα για να προλάβω τις δουλειές -αν και ο σύζυγος με βοηθούσε- και «είσι μουρέλ μισουπέλαγα τώρα» μου έλεγε. Και ήρθε πάλι η συμβουλή να με φωτίσει: «Ακσι, κουρούδαμ, να σι πω: όσο βοηθάει η νύχτα και η αυγή, ούτε μάνα ούτε αδερφή». Και πράγματι, ακολουθώντας τη συμβουλή της, νομίζω ότι τα κατάφερα αρκετά καλά.

 

Αξίζει να αναφέρω ότι η γειτνίαση και η φιλία αυτή εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο με μια κουμπαριά. Η μικρότερη κόρη της, μας βάφτισε το τρίτο αγόρι μας. Σήμερα, κάθε φορά που τη θυμάμαι -γιατί έχει αναπαυθεί- φέρνω στο νου μου αυτό που λέγεται: «Οι γέροντες λένε πάντα αυτά που δεν έχουμε ακούσει και τα παιδιά αυτά που έχουμε ξεχάσει».