Δεκαετία του 60. Η μετανάστευση –εσωτερική και εξωτερική- στο αποκορύφωμά της. «Οι Νύφες» του Π. Βούλγαρη σε σκηνοθεσία της ίδιας της ζωής. Κορίτσια όλο νιάτα κι ομορφιά, έπαιρναν τα μάτια τους για το «όνειρο», για μια καλύτερη ζωή. Οι πιο τυχερές, έφευγαν παντρεμένες. Ερχόσαν εδώ ο γαμπρός, γινόταν ο γάμος κι έφευγαν μαζί. Οι περισσότερες όμως έφευγαν μόνο με μια φωτογραφία του γαμπρού. Το ΠΑΤΡΙΣ –υπερωκεάνιο της εποχής- ξεχείλιζε από δροσιά, ομορφιά, όνειρα κι ελπίδες. Όλα τα κορίτσια -18, 19,20 ετών- ήταν «άβγαλτα». Πολλά απ’ αυτά δεν είχαν καν κατέβει ως τη χώρα, τη Μυτιλήνη. Κι όμως! Είχαν το κουράγιο να φύγουν μόνες τους, στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, να συναντήσουν έναν άγνωστο σε μια ξένη χώρα, χωρίς συγγενείς και φίλους, χωρίς να γνωρίζουν τουλάχιστον τη γλώσσα. (Προσωπικά τις θαυμάζω). Τόση ήταν φαίνεται η απόγνωση και η απογοήτευσή τους από τα δεδομένα του χωριού.

 

Ένα τέτοιο κορίτσι ήταν και η Μυρσίνη. Κορίτσι σαν τα κρύα νερά. Έγινε το προξενιό κι ετοιμάστηκαν «τα χαρτιά» για την Αμερική. Το παλικάρι φαινόταν καλό, όχι ιδιαίτερα μεγάλος, ευκατάστατος, μόνο που είχε άλλα δύο αδέλφια μικρότερα. Αλλά, πόσο θα ήταν ελεύθεροι κι αυτοί; Τρία, πέντε χρόνια ακόμη; Θα ζούσαν ως τότε όλοι μαζί.

 

Έφτασε η ώρα του αποχωρι σμού. Λύπη, κλάματα κι ετοιμασίες. Καθώς μάζευε τα πράγματά της, η Μυρσίνη μονολογούσε: «Να μην ξεχάσω το «χρειαζούμενο», κάτι το απαραίτητο δηλαδή. Έβαζε τα ρούχα της στις βαλίτσες κι άντε πάλι: «Να μην ξεχάσω το χρειαζούμενο».

 

Πέρασαν οι μέρες του ταξιδιού και έφτασε το πλοίο στο λιμάνι του ονείρου και της ελπίδας. Την περίμενε το παλικάρι, την υποδέχτηκε, πήγαν στο σπίτι κι άρχισε να αδειάζει τις βαλίτσες. Σε μια στιγμή, έκπληκτος ο αρραβωνιαστικός της, βλέπει να βγάζει από τη βαλίτσα μια …κουπανίδα.

-Τι είναι αυτό, Μυρσίνη;

- Κουπανίδα! Πώς θα πλύνω τα ρούχα σας, τρεις άντρες που είστε!.... η απάντηση.

 

Υ.Γ. Όπως προανέφερα, τις θαυμάζω. Τις θεωρώ –τηρουμένων των αναλογιών – ηρωίδες, σε καιρό ειρήνης. Όχι μόνο στέριωσαν στις ξένες χώρες, αλλά δημιούργησαν και σπουδαίες οικογένειες. Ποτέ, δε, δεν ξέχασαν –ηθικά και υλικά κυρίως- αυτούς που άφησαν πίσω. Τα δε παιδιά τους –ελληνόπουλα τρίτης και τέταρτης γενιάς- προοδεύουν και μεγαλουργούν ακόμη και σήμερα στο εξωτερικό.