Πρωτοχρονιάς απόγευμα και τα παιδιά, ξεπεταρούδια γύρω στα δώδεκα, δυο μπροστά - δυο πίσω, βρίσκονται σε αναστάτωση. Αύριο είναι τ' Αγιού Βασ'λειού, πρώτη του χρόνου, γιορτή μεγάλη. Θα πούνε σήμερα τα κάλαντα, θα ετοιμάσουν τα χρειαζούμενα για του πουδαρκό.

 

Ο Άγιος Βασίλειος, ενώ είναι σε μεγάλη υπόληψη στους Χριστιανούς του χωριού μας, τιμάται μόνο σε κάτι ξωκκλήσια όπως σ' αυτό που είναι νότια του χωριού, πάνω σε ένα ανεμόδαρτο πέτρινο πλάτωμα, που οι πρόγονοί μας ονόμασαν Πλακούρα. Γύρω του μόνο σωθύρια περιφραγμένα με ξερολιθιές υπάρχουν και ντάμια για τα ζώα, με τα οποία κάνει παρέα. Η ταπεινότητα του Αγίου, όταν ήταν στη ζωή, του επεβλήθηκε από τους Πολιχνιάτες και στην κατοικία της αγιοσύνης του. Πάντως, εγώ μικρός είχα την αίσθηση ότι χτίσανε το ξωκκλήσι για να παίρνουν οι άνθρωποι τούτη τη μέρα απ' εκεί, το πουδαρκό τους.

 

Έτσι λοιπόν, το απόγευμα της παραμονής μεγαλούτσικα αγόρια και κορίτσια, κοπέλες αλλά και μεγαλύτερες, που πήγαιναν να παρασταθούν στον εσπερινό, ανηφόριζαν στο τέρμα του χωριού κι απ' εκεί στον Άγιο Βασίλη. Γύρω τα ντουβάρια ήταν γεμάτα ολόχρυσα πουδαρκά, που τα κουβαλούσαν οι επισκέπτες στα σπίτια τους. Ηταν πέτρες με φλουριά, που θά 'φερναν πλούτο στο σπίτι. Τα φλουριά ήταν κίτρινες λειχήνες πάνω στις πέτρες, που η χειμωνιάτικη υγρασία τις είχε δώσει έντονο χρώμα. Για τους φτωχούς φαντασιακό υποκατάστατο του χρυσού. Οσο πιο πολλές λειχήνες, τόσομεγαλύτερη η αξία του πουδαρκού. Πάνω στα φλουριά θα σπούσε το ρόδι, δε μπορεί, κάποια επίδραση θα είχε αυτό στην οικονομία του σπιτιού. Θυμάμαι την τελευταία φορά που είχα πάει για πουδαρκό, είχα πάρει τσουβαλάκι, γιατί μάζεψα έξι πουδαρκά και δεν μπορούσα αλλιώς να τα κουβαλήσω.

 

Με παρακάλεσαν συγγενείς και γείτονες να τους φέρω την τυχερή πέτρα, η οποία θα έπρεπε να έχει μέγεθος που να μπορεί πάνω της να σπάσει το ρόδι και να σκορπίσουν οι σπόροι του στο σπίτι. Την άλλη χρονιά δεν ξαναπήγα, έκανα πια τον μεγάλο.

 

Το πηγαινέλα απ' τον Άγιο Βασίλη, με το βραδυνό μούχρωμα, σταμάτησε, τέλειωσε ο εσπερινός και τα αγόρια μαζεύτηκαν σε παρέες και άρχισαν πόρτα-πόρτα να ψέλνουν τα κάλαντα.

 

Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά

(ψιλή μου δεντρολιβανιά)

κι αρχή καλός μας χρόνος

εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος.

 

Αρχή που βγήκε ο Χριστός

Άγιος και πνευματικός

στη γη να περπατήσει

και να μας καλοκαρδίσει.

 

Άγιος Βασίλης έρχεται

(και δεν μας καταδέχεσαι)

από την Καισαρία

(σύ 'σαι αρχόντισσα κυρία).

 

Βαστά εικόνα και χαρτί

(ζαχαροκάντιο ζυμωτή)

χαρτί και καλαμάρι

(δες κι εμέ το παλληκάρι).

 

Το καλαμάρι έγραφε

τη μοίρα μου την έγραφε

και το χαρτί εμίλει

(άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε).

 

Τα λέγαμε τότε και κανείς δεν καταλάβαινε, ούτε εμείς που τα λέγαμε, ούτε αυτοί που τά 'κουγαν πως εμείς κάναμε καντάδα, σα νά'μαστε σφόδρα ερωτευμένοι. Όλη η φασαρία γινόταν για ν' ακουστεί το παράπονο: «δες κι εμέ το παλληκάρι» και δε δίσταζε ο αθεόφοβος ερωτευμένος να χρησιμοποιήσει και τον Άγιο Βασίλη και το Χριστό ανακατεύοντάς τους με ερωτικά παινέματα: (ψιλή μου δενδρολιβανιά, αρχόντισσα κυρά, ζαχαροκάντιο ζυμωτή, άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε) και να βάλει και τα παιδιά να κάνουν το μεσάζοντα.

 

Πονηρεύτηκα από τότε κι άρχισα να ψάχνω τους στίχους από το δυσερμήνευτο «και δεν μας καταδέχεσαι». Πώς γίνεται ο Άγιος των φτωχών που και τη ζωή του πρόσφερε στην υπηρεσία των πασχόντων, ο άγιος της ταπεινοφροσύνης, να μη μας καταδέχεται; Αυτό θα το έκανε μόνο η «Αρχόντισσα κυρία». Σ' αυτήν απευθυνόταν λοιπόν ο παραπονιάρικος στίχος κι αυτή άκουγε καμουφλαρισμένη την ερωτική εξομολόγηση, που γινόταν τα μεσαιωνικά χρόνια από παλληκάρια και δόθηκε ύστερα στα παιδιά για να τα λένε σαν κάλαντα. Είναι όμορφοι στίχοι όμως, είναι καλή ποίηση, γι' αυτό κρατήθηκε στο χρόνο.

 

Χαράματα της Πρωτοχρονιάς με ξύπνησε η μάνα μου, σαν πρωτότοκος που ήμουν. Το αμίλητο νερό, που είχε πάρει αποβραδύς, η πέτρα με τα φλουριά, που είχα φέρει από τον Άγιο Βασίλη και το ρόδι, που ήταν κρεμασμένο μέσα σε δίχτυ απ' το ταβάνι γι' αυτή την ώρα, περίμεναν κάτω απ' το εικονοστάσι του σπιτιού. Το καντηλάκι ζωηρό, γιατί του είχε αλλάξει «καπτούρα» και το είχε γεμίσει με λάδι, έφεγγε δείχνοντας τη συμπαράστασή του σ' αυτή τη μαγική σκηνή του «πουδαρκού». Πήρα το μπουκαλάκι με το αμίλητο νερό, ράντισα το πάτωμα, έρριξα την πέτρα κι είπα τα μαγικά λόγια:

 

Καλ'μερα τσι τ' Αγιού Βασ'λειου

Γειά χαρά, γειά Βασίλ'

ούλου γειά τσι γιρουσύν'

στάρια πουλλά, κθάρια πουλλά

όσου βαρεί η πέτρα

να βαρεί τσι σ' πατέρα μ' η κισέ

σα πού 'νι του ροδ’ γιμάτου

να 'νι τσι του σπίτ' μας γιμάτου.

 

Ερριξα το ρόδι πάνω στην πέτρα και σκόρπισαν οι σπόροι στο πάτωμα. Έβαλα δυο τρείς στο στόμα μου, άκουσα τις ευχές της μάνας και ξαναπήγα στο στρώμα μου να συμπληρώσω τον ύπνο. Η μάνα μάζεψε τους σπόρους του ρουδιού, για να ταΐσει και τους άλλους, τα ζώα και τις κότες, για να κάνουν πολλά αυγά.

 

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, σημασία είχαν ο εκκλησιασμός, η ανταλλαγή ευχών και προπάντων του «πουδαρκό». Στην περίπτωση αυτή, πουδαρκό σήμαινε η πρώτη επίσκεψη εξωοικογενειακού ατόμου στο σπίτι. Οι προλήψεις ήθελαν (και θέλουν ακόμα) τον κόσμο χωρισμένο σε τυχερούς και άτυχους. Έτσι ο πρώτος που θα επισκεπτόταν το σπίτι, θα έπρεπε να είναι αναγνωρισμένος τυχερός και θά 'πρεπε να περάσει με το δεξί πόδι το κατώφλι του σπιτιού, αν ήθελε να κεραστεί μπακλαβού.

 

Το γλύκισμα της Πρωτοχρονιάς στον τόπο μας ήταν η μπαλκαβού. Τα φνοίτσια και η πλατσιέντα τα Χριστούγεννα και η μπακλαβού την Πρωτοχρονιά. Δυο-τρείς μέρες πριν, οι γυναίκες βρίσκονταν σε αναβρασμό δουλειάς. Μαστόρισσες στο άνοιγμα φύλλου με τη «ματσόβεργα», γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και άνοιγαν φύλλο, που στρωνόταν στα «σ'νιά» (μεγάλα ταψιά) και καλυπτόταν με κοπανισμένο αμύγδαλο, ανακατωμένο με ανθόνερο και διάφορα μυρωδικά. Αλλεπάλληλες στρώσεις γέμιζαν ξέχειλα το σ'νί. Άλλη μαστόρισσα έκοβε το γλύκισμα με χάρακα σε ρομβοειδή τεμάχια, για να ψηθεί στη συνέχεια στο μεγάλο φούρνο της γειτονιάς.

 

Μετά το ψήσιμο μελωνόταν με σιρόπι μελιού ή ζάχαρης και έβγαινε από το σινί, για να αποθηκευτεί σε πήλινα δοχεία, να χρησιμοποιείται για κέρασμα των επισκεπτών, και τα σκάρτα κομμάτια για την οικογένεια. Για την οικογένεια συνήθως στο μισό σ'νι έβαζαν αντί για αμύγδαλο, που ήταν ακριβό, σουσάμι, που ήταν φθηνό.

 

Η σουσαμένια μπακλαβού λεγόταν «ψειρουμπακλαβού» και ποτέ δεν έμαθα, αν το όνομα το πήρε από το σουσάμι που μοιάζει με ψείρες ή από τους ψειριάρηδες, που ήταν το προσωνύμιο των φτωχών. Ο μπακλαβάς είναι τούρκικο γλύκισμα, που δεν ξέρουμε πότε υιοθετήθηκε από το χωριό μας. Επειδή όμως οι μαστόρισσες, που άνοιγαν φύλλο, ήταν όλες μικρασιάτισσες, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως το έθιμο μάς το έφεραν οι πρόσφυγες. Το δικό μας γλύκισμα απ' τα πανάρχαια χρόνια ήταν η πλατσιέντα, ο αρχαίος πλακούς. Κι επειδή η ζάχαρη άργησε να γίνει γνωστή και φθηνή για να αγοράζεται, το μέλωμά της ήταν παλιά το βράσμα από σύκα και σταφύλια.