Η γνώμη μου είναι πως, για να χαράξουμε δρόμο στο μέλλον, πρέπει να ρίχνουμε ματιές στο παρελθόν. Οι πρόγονοί μας πάντα έχουν να μας δώσουν σοφές συμβουλές. Μας συμβουλεύουν με χίλιους δυο τρόπους, μ' όσα μας άφησαν σαν κληρονομιά τους. Αν δε μιλούν οι ίδιοι απ' το υπερπέραν, που βρίσκονται, μιλούν γι' αυτούς τα έργα τους, φτάνει να τα ρωτήσεις. Μ' αυτό τον τρόπο γίνονται φλύαροι, πολύ φλύαροι και μας συμβουλεύουν σωστά.

 

Οι ερωτήσεις που τους έκανα ήταν: Πώς ζήσατε εκείνα τα χρόνια τα παλιά, πώς δουλέψατε, πώς διασκεδάσατε, πώς χτίσατε το χωριό σας, πώς κάνατε ελιώνες τα βουνά, πώς ξεχερσώσατε τα δάση, πώς κουβαλήσατε τις απίθανες ποσότητες πέτρας, για να χτίσετε τις πεζούλες στα χωράφια και τα σπίτια στο χωριό, πώς, πώς, πώς; Με λίγα λόγια, με τις ερωτήσεις μου προσπάθησα να ζήσω πεντακόσια χρόνια και να χωρέσω στο κεφάλι μου όλων αυτών των χρόνων τη ζωή, για να πάρω τις απαντήσεις, που χρειαζόμουν.

 

Αλλά γιατί τόσες ερωτήσεις, ποιό ήταν το ερέθισμα που με έσπρωξε, να ταράξω τον μακάριο ύπνο των προγόνων μας; Μα .... ο «Αντίλαλος της Βρίσας», το περιοδικό των Βρισαγωτών, με τις φωτογραφίες του γύρω από τον πλάτανό τους. Οι Βρισαγώτες και πάμπολλα χωριά της χώρας μας έχουν ως σήμα κατατεθέν τον πλάτανό τους, στη μέση μιας κυκλικής πλατείας. Εκεί έζησαν οι παλιοί τους όλες τις ιστορίες του χωριού τους, εκεί ξεκουράζονταν, εκεί διασκέδαζαν, εκεί χτυπούσε η καρδιά του χωριού τους. Σήμερα που άδειασαν τα χωριά, το χειμώνα σταματά να χτυπά αυτή η καρδιά, ξεκινά όμως πάλι το καλοκαίρι, που μαζεύονται οι ξενιτεμένοι κι ανταμώνουν στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο.

 

Γιατί λοιπόν οι δικοί μας πρόγονοι, οι οικιστές του Πολιχνίτου, δεν ένιωσαν την ανάγκη να αφήσουν ένα χώρο, στη μέση του χωριού, να φυτέψουν έναν πλάτανο, να κάθονται κάτω από τον ίσκιο του, να περνούν την ώρα τους;

 

Τα υποδείγματα σίγουρα υπήρχαν, αλλά κι αν δεν τα ήξεραν, δεν ήταν δύσκολο να τα εφεύρουν. Μας άφησαν έναν οικισμό με φαρδιούς δρόμους, που και σήμερα είναι χρηστικοί στα αυτοκίνητα και τσιγγουνεύτηκαν να αφήσουν χώρο για πλατεία! Η περίπτωση της τσιγγουνιάς του χώρου, λοιπόν, δε μας πείθει• άλλος θα ήταν ο λόγος.

 

Ο οικισμός του Πολιχνίτου δεν είναι τουρκοχώρι. Η ρυμοτομία του, τα οικοδομικά τετράγωνά του, οι φαρδιοί και λιθόστρωτοι δρόμοι του, το αποχετευτικό του δίχτυο, τα στέρεα καλαίσθητα σπίτια του, η μεγάλη και ομορφοστολισμένη εκκλησιά του, το κομψό καμπαναριό του, όλα δείχνουν να φτιάχτηκαν από νοικοκυρεμένα χέρια. Ο όγκος δε αυτής της δουλειάς δείχνει πως τα χέρια αυτά ήταν και πολλά και δουλευτάδικα. Δεν φτιάχνονται τόσα πράγματα από τεμπέληδες και χασομέρηδες. Σαν τα μυρμήγκια πρέπει να κουβαλούσαν την πέτρα, να την πελεκούσαν καλοί μαστόροι, να την έπλαθαν και να την έχτιζαν χτίστες με γούστο, καλαισθησία και γνώσεις μηχανικής.

 

Η δουλειά λοιπόν ήταν η αξία, την οποία υπηρετούσαν οι πρόγονοί μας. Δουλειά και οικονομία έφερε το ζηλευτό αποτέλεσμα, που ήταν το οικονομικά άνετο χωριό μας. Οι άνθρωποι στην πλειονότητά τους ήταν καλοί νοικοκύρηδες και νοικοκυρές, όπου οι λέξεις έγιναν πολύ περιεκτικές. Έκλειναν μέσα τους όλες τις ιδιότητες του ζευγαριού, που αγωνιζόταν για την επιβίωση και προκοπή της οικογένειάς τους. Βλέπετε και η γλώσσα, σαν ανθρώπινο έργο, μπορεί με τον δικό της τρόπο να μιλήσει για την ιστορία των ανθρώπων. Για τους άλλους Μυτιληνιούς, οι Πολιχνιάτες ήταν τα «καμμένα ζνίχια», με τη σημασία πως το σβέρκο τους ήταν ηλιοκαμμένο από τον ήλιο, που τους έδερνε στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς. Δεν ήθελαν να κάθονται κάτω από την σκιά των δέντρων. Με τόση δουλειά δεν είχαν τον καιρό, αλλά ούτε και ήθελαν να γίνουν καταναλωτικοί, να ξοδέψουν το μόχθο τους. Γι’ αυτό έγιναν και «τραχανομπιζνέρις», παίρνοντας στην τσέπη (σακκούλα=μπιζνιέρα) τους μια χάχλα, για να πιούν το ρακί τους όταν πήγαιναν στον καφενέ, για να τους έρθει φθηνότερα. Παίρνοντας αυτές τις απαντήσεις από τα έργα των προγόνων μας, καταλήγω με τη δική μου λογική, στο συμπέρασμα πως η ευρύχωρη πλατεία, με πλάτανο στη μέση, δεν ήταν ποτέ ανάγκη στους προγόνους μας. Δεν είχε πολλούς να κάθονται και να απολαμβάνουν τη σκιά κάτω από τον πλάτανο. Από παιδιά μέχρι τους γέρους δούλευαν από το χάραμα μέχρι τη δύση. Ύστερα, το βράδυ, λίγη ώρα πριν την κατάκλιση, ο καφενές της γειτονιάς παρείχε καταφύγιο για ξεκούραση και κοινωνικές επαφές. Το τρίστρατο με τους καφενέδες του, που μένουν σήμερα κλειστοί και παραπονεμένοι, ήταν αρκετό για τους νοικοκύρηδες και προύχοντες δημογέροντες, που έπαιρναν όλες τις αποφάσεις, προπαντός για τη ρυμοτομία του χωριού.

 

Οι νοικοκυρές, παρόλο που σε μερικά σημεία είχαν το πάνω χέρι, η μελέτη της παράδοσης δείχνει πως δεν είχαν λόγο στην τοπική διοίκηση: Ήταν αφεντικά, όσες το κατάφερναν, μόνο στο σπίτι τους. Αυτοί όμως που καθόλου δε ρωτιούνταν, γενικά για όλα, ήταν οι νέοι του χωριού μας. Δεν βρίσκουμε λοιπόν χώρο στον οικισμό μας, που να μπορούσαν ομαδικά να ξεδώσουν με το χορό και το τραγούδι. Τα γλέντια οργανώνονται σε επίπεδο οικογενειακό, γειτονιάς, στις εξοχές, στα πανηγύρια. Πλατεία και πλάτανο δεν είχαν, γιατί δεν τον ήθελαν οι «νοικοκύρηδες»! Βρήκαμε βέβαια μια μικρή πλατεία με το όνομα «Χορός», αλλά και πολύ μικρή είναι και στην άκρη του χωριού είναι, που σημαίνει ότι δεν προβλέφτηκε απ’ την αρχή, και πλάτανο δεν έχει.

 

Ο ισχυρισμός ότι το πετρώδες έδαφος δεν ευνοούσε την ανάπτυξη πλατάνου, δεν ευσταθεί, γιατί βλέπουμε μερικές απόπειρες για φύτευση αυτού του δέντρου, που πέτυχαν. Δεν ήταν λοιπόν αυτός ο λόγος. Στερηθήκαμε την πλατεία και τον πλάτανο γιατί αυτή ήταν η κουλτούρα του χωριού μας, τότε που διαμορφωνόταν ο οικισμός. Οι άνθρωποι ήταν νοικοκύρηδες, δουλευτάδες της γης, οικονόμοι μέχρι τσιγγουνιάς, αυταρχικοί και πεισματάρηδες. Οι συνθήκες των χρόνων εκείνων και η τραχιά φύση του τόπου μας, που έπρεπε να την δαμάσουν για να επιβιώσουν, διέπλασαν αυτό τον χαρακτήρα. Ήταν θέμα ανάγκης.

 

Αργότερα, όταν στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα (1800-1900) αισθάνθηκαν οικονομικά ισχυροποιημένοι και κάπως πιο άνετοι απ’ τον κατακτητή και την καταπίεση, άφησαν τον εαυτό τους να ανασάνει και έχτισαν μεγαλόπρεπη εκκλησιά, αριστουργηματικό καμπαναριό κι αργότερα υπέροχες κατοικίες, που δίνουν το χρώμα στο χωριό μας και την ανάγκη να χαρακτηριστεί οικισμός διατηρητέος, αλλά δίχως πλατεία και πλάτανο.

 

Η έλλειψη αυτή δεν έμεινε δίχως συνέπειες, πιστεύω. Αν είναι σωστό πως το περιβάλλον επιδρά στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, τότε οι Πολιχνιάτες στερήθηκαν την πλατεία και τις ομαδικές του χωριού εκδηλώσεις, που θα συνέβαλλαν στην κάθε είδους συνοχή των Πολιχνιατών.

 

Οι αρχαίοι Έλληνες, που ήταν σοφοί, σε κάθε πόλη στεριανή, σε κάθε νησί και νησάκι ακόμα, έφτιαχναν το θέατρό τους, για να μαζεύονται εκεί οι πολίτες και να μετέχουν στα πολιτιστικά της κοινότητας. Είχαν αντιληφθεί πως η συμμετοχή τους αυτή θα έφερνε την ευεργετική κοινωνικοποίηση και στη συνέχεια την πολιτική συνειδητοποίηση. Αυτό το ρόλο έπαιξαν οι πλατείες με τον πλάτανο στα χωριά της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας με τα ευεργετικά αποτελέσματα όχι μόνο στους χαλεπούς εκείνους καιρούς, αλλά και στους μετέπειτα χρόνους. Η άσφαλτη γλώσσα κι εδώ έχει να μας πει το λόγο της: «Αμόνοια στα πίτυρα», ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσαν οι πρόγονοί μας στους εαυτούς τους. Έφταιγαν, λέγανε, τα «πολλά ίχνη», οι μικροί οικισμοί που μαζεύτηκαν να φτιάξουν τον Πολιχνίτο και που ποτέ δεν κατάφεραν να μονοιάσουν. Έτσι την παροιμία «μοναχός σου χόρευε…» την είχαν (και την έχουν) περί πολλού.